τριχόρροια
Смотреть что такое "τριχόρροια" в других словарях:
τριχόρροια — η, ΝΑ [τριχορροῶ] τριχόπτωση νεοελλ. η πτώση τών εμβρυϊκών τριχών μετά τον τοκετό και η αντικατάσταση τους με άλλες μόνιμες … Dictionary of Greek
τριχορροώ — τριχορροῶ, έω, ΝΑ πάσχω από τριχόρροια, από τριχόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + ρροῶ (< ρρους< ῥέω), πρβλ. φυλλο ρροῶ] … Dictionary of Greek